ευνουχίας

ευνουχίας
εὐνουχίας, ὁ (Α) [ευνούχος]
1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες
ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' εὐνουχίας διατελεῑν ὄντας», Αριστοτ.)
2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς σπόρους
3. φρ. «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια χωρίς θύσανο
4. είδος φοινικοφόρων δένδρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐνουχίας — εὐνουχίᾱς , εὐνουχίας like a eunuch masc acc pl εὐνουχίᾱς , εὐνουχίας like a eunuch masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαι — εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc pl εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας like a eunuch masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαις — εὐνουχίας like a eunuch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίου — εὐνουχίας like a eunuch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχία — εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc/acc dual εὐνουχίας like a eunuch masc voc sg εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc voc sg (attic) εὐνουχίᾱ , εὐνουχίας like a eunuch masc gen sg (doric aeolic) εὐνουχίας like a eunuch masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίαν — εὐνουχίᾱν , εὐνουχίας like a eunuch masc acc sg (attic epic doric aeolic) εὐνουχίας like a eunuch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίᾳ — εὐνουχίαι , εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc pl εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας like a eunuch masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνουχείον — εὐνουχεῑον και διάφ. ανάγν. εὐνούχιον, τὸ (Α) είδος μαρουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος (πρβλ. ευνουχίας «είδος πεπονιού»)] …   Dictionary of Greek

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”